Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούρη
1 εγγραφή
μούρη η [múri] Ο30α : 1α. (συνήθ. μειωτ.) το πρόσωπο του ανθρώπου· μούτρο: Δες τη ~ σου στον καθρέφτη. Σπάω τη ~ κάποιου, τον χτυπώ πολύ στο πρόσωπο. Πετάω κτ. στη ~ κάποιου, με περιφρονητική διάθεση. Ήρθαμε ~ με ~ με κπ., τον συνάντησα τυχαία και χωρίς να μπορώ να τον αποφύγω. ΦΡ τρίβω* τη ~ κάποιου. χώνω* παντού τη ~ μου. πουλάω* ~. β. το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των ζώων. 2. (μτφ.) το μπροστινό τμήμα ορισμένων αντικειμένων, ιδίως μεταφορικών μέσων: H ~ του αυτοκινήτου / του αεροπλάνου. μουράκλα η MΕΓΕΘ συνήθ. στη σημ. 1α.

[μσν. μούρη < ιταλ. (διαλεκτ.) αρσ. murro `μουσούδι΄, πληθ. murri που θεωρήθηκε θηλ. εν.· μούρ(η) -άκλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες