Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούμια
1 εγγραφή
μούμια η [múmna] Ο25α : 1. πτώμα ανθρώπου ή ζώου που το έχουν βαλσαμώσει για να μην αποσυντεθεί: Οι μούμιες των Φαραώ της Aιγύπτου. 2. (μτφ.) α. για πρόσωπο πολύ αδύνατο και ζαρωμένο: ~ τον κατάντησε η αρρώστια. β. για άνθρωπο κακό και ύπουλο: Είναι αυτός μια ~!

[ιταλ. mumia < αραβ. mūmīyya (πρβ. μσν. μουμία < αραβ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες