Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούλα
9 εγγραφές [1 - 9]
μούλα η [múla] Ο25α : (λογοτ., λαϊκότρ.) θηλυκό μουλάρι.

[ελνστ. μούλα < λατ. mula]

μουλάρα η [mulára] Ο25α : 1. θηλυκό μουλάρι. 2. (υβρ.) για γυναίκα πολύ πεισματάρα. μουλαρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μουλάρ(ι) μεγεθ. -α· μουλάρ(α) -ίτσα]

μουλαράς ο [mularás] Ο1 : (οικ.) ο ημιονηγός.

[μουλάρ(ι) -άς]

μουλάρι το [mulári] Ο44 θηλ. μουλάρα* : 1. στείρο ζώο που προέρχεται από διασταύρωση φοράδας με γάιδαρο ή γαϊδούρας με άλογο και χρησιμοποιείται ως υποζύγιο ιδίως σε ορεινές περιοχές· ημίονος: Δουλεύει σαν ~, πολύ σκληρά. 2. (υβρ.) για άνθρωπο πολύ πεισματάρη. μουλαράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μουλάρι < μουλάριον υποκορ. του ελνστ. μούλα, μούλη < λατ. mula]

μουλαρίσιος -α -ο [mularísxos] Ε4 : που αναφέρεται στο μουλάρι: Mουλαρίσιο πείσμα.

[μουλάρ(ι) -ίσιος]

μουλαρόδρομος ο [mularóδromos] Ο20 : στενός και ανώμαλος δρόμος, συνήθ. ορεινός.

[μουλάρ(ι) -ο- + δρόμος]

μουλαρώνω [mularóno] Ρ1α μππ. μουλαρωμένος : (οικ.) πεισμώνω.

[μουλάρ(ι) -ώνω]

μουλάς ο [mulás] Ο1 : τίτλος μουσουλμάνων κληρικών.

[τουρκ. molla, *mulla (πρβ. το περσ.) ή μσν. *μουλάς < περσ. mulla < αραβ. mawla]

μούλος ο [múlos] Ο18 θηλ. μούλα [múla] Ο25α : (υβρ., για πρόσ.) ο νόθος· μπάσταρδος.

[ιταλ. mulo `μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες