Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουχρός -ή -ό [muxrós] Ε1 : (λογοτ.) σκοτεινός: ~ ουρανός / καιρός.
[ίσως αρχ. *μορυχός (πρβ. αρχ. μόρυχος, ελνστ. μοριφός `λερωμένος, σκουρόχρωμος΄) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m], συγκ. του άτ. [i] και μετάθ. του [r] ]