Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουτρωμένος
1 εγγραφή
μουτρωμένος -η -ο [mutroménos] Ε3 μππ. του μουτρώνω : που είναι δυσαρεστημένος ή θυμωμένος και συγχρόνως εκδηλώνει το συναίσθημα αυτό στο πρόσωπό του: Tου έκανα μια παρατήρηση και είναι ~. μουτρωμένα ΕΠIΡΡ: Mου μίλησε πάλι ~.

[μππ. του μουτρώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες