Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουτρωμένος -η -ο [mutroménos] Ε3 μππ. του μουτρώνω : που είναι δυσαρεστημένος ή θυμωμένος και συγχρόνως εκδηλώνει το συναίσθημα αυτό στο πρόσωπό του: Tου έκανα μια παρατήρηση και είναι ~.
μουτρωμένα ΕΠIΡΡ: Mου μίλησε πάλι ~. [μππ. του μουτρώνω]