Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσώνας
1 εγγραφή
μουσώνας ο [musónas] Ο2 : ονομασία περιοδικών τροπικών ανέμων που φυσούν το χειμώνα από τη στεριά προς τη θάλασσα και το καλοκαίρι από τη θάλασσα προς τη στεριά: Xειμερινοί / καλοκαιρινοί μουσώνες. Οι μουσώνες του Iνδικού Ωκεανού. Περίοδος των μουσώνων.

[λόγ. μουσ(ών) -ώνας < γαλλ. mousson (

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες