Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσταλευριά
1 εγγραφή
μουσταλευριά η [mustalevriá] Ο24 : γλύκισμα που γίνεται από μούστο και αλεύρι.

[μούστ(ος) + αλευριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες