Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουστάρδα η [mustárδa] Ο25 : παχύρρευστος πολτός που έχει ως βασικό συστατικό σκόνη από σπόρους σιναπιού, χαρακτηρίζεται από έντονη γεύση και χρησιμοποιείται ως καρύκευμα φαγητών.
[ιταλ. mostarda ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]