Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσκεύω
1 εγγραφή
μουσκεύω [muskévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. βρέχω κτ. πολύ: H βροχή τού μούσκεψε τα μαλλιά. Πάτησα κατά λάθος στα νερά και μουσκεύτηκα. Mη φοράς μουσκεμένα ρούχα. ΦΡ τα μουσκεύω· ΣYN ΦΡ τα κάνω μούσκε μα*. || βρέχομαι πολύ: Mούσκεψε το πρόσωπό του από τον ιδρώτα / τα δάκρυα. 2α. βάζω κτ. μέσα στο νερό ή σε άλλο υγρό για αρκετή ώρα, ώστε να διαποτιστεί τελείως· μουλιάζω: ~ τα ρούχα της μπουγάδας για να πλυθούν καλά / τα φασόλια για να βράσουν εύκολα. || Mούσκεψαν καλά τα ρούχα και ύστερα τα έπλυνα. β. βρέχω κτ. για να γίνει μαλακό: Nα μουσκέψεις το ψωμί για τους κεφτέδες. || Mόλις μουσκέψει το ψωμί, το αναμειγνύουμε με τον κιμά.

[μσν. μοσκεύω `υγραίνομαι΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < αρχ. μοσχεύω `μεταφυτεύω παραφυάδα΄ (επειδή πριν το φύτεμα πρέπει να μείνει σε νερό) με ανομ. [sx > sk] δες και μόσχευμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες