Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουσικός ο [musikós] Ο17 θηλ. μουσικός [musikós] Ο34 : δημιουργός ή εκτελεστής μουσικών έργων ή δάσκαλος της μουσικής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μουσικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- μουσικός -ή -ό [musikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη μουσική: Mουσική νότα / κλίμακα / σύνθεση / γραφή / μορφή. ~ φθόγγος. Mουσικό ταλέντο. ~ τόνος*. ANT δυναμικός τόνος. || Mουσικό αυτί, για άνθρωπο που έχει έμφυτη την ικανότητα να καταλαβαίνει τη μουσική. || (ως ουσ.) ο μουσικός*. α. που δημιουργεί μουσική: Mουσικά όργανα. β. που χαρακτηρίζεται από μουσική: Mουσική βραδιά / κωμωδία. Mουσικό δράμα. 2. που χαρακτηρίζεται από μουσικότητα: ~ ήχος. Ένα από τα τελειότερα και μουσικότερα έργα του ποιητή.
μουσικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2. [λόγ.: 1: αρχ. μουσικός `ακόλουθος των Μουσών, άνθρωπος των γραμμάτων, εξασκημένος στη μουσική΄ κατά τη σημ. της λ. μουσική· 2: σημδ. γαλλ. musical]



