Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσείο
1 εγγραφή
μουσείο το [musío] Ο39 : 1. ίδρυμα που έχει ως προορισμό να συγκεντρώνει, να κατατάσσει, να συντηρεί και να εκθέτει κάθε αξιόλογο αντικείμενο που σχετίζεται με την ιστορία, την τέχνη, την επιστήμη, την τεχνική κτλ., ιδίως των παλαιότερων εποχών: Iστορικό / αρχαιολογικό / λαογραφικό / παλαιοντολογικό ~. Ένα ~ φυσικής ιστορίας / κέρινων ομοιωμάτων. Tο ~ του Λούβρου. Διευθυντής / υπάλληλος του μουσείου. || το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ένα μουσείο: Επισκέπτομαι ένα ~. Φύλακας του μουσείου. Έκανε το σπίτι του ~, συγκέντρωσε σ΄ αυτό πολλά μουσειακά αντικείμενα. Είναι κτ. για το ~, είναι πολύ παλιό. 2. (μτφ.) για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας και συνήθ. συντηρητικό, με αναχρονιστικές αντιλήψεις.

[λόγ. < ιταλ. museo ή γαλλ. musée (στη νέα σημ.) < λατ. museum < αρχ. Μουσεῖον `ιερό των Μουσών, χώρος ποίησης και μουσικής΄, ελνστ. σημ.: `σχολή γραμμάτων και τεχνών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες