Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουρντάρης
1 εγγραφή
μουρντάρης ο [murdáris] Ο11 θηλ. μουρντάρα [murdára] Ο25α : 1. (οικ.) αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: Kανείς δεν τον βάζει στο σπίτι του, γιατί είναι πολύ ~. || (ως επίθ.). 2. (λαϊκότρ. και ως επίθ.) βρομιάρης.

[τουρκ. murdar `βρομιάρης΄ -ης· μουρντάρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες