Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουλιάζω
1 εγγραφή
μουλιάζω [mulázo] Ρ2.1α μππ. μουλιασμένος : μαλακώνω κτ. βάζοντάς το μέσα σε υγρό, ιδίως νερό, για αρκετή ώρα· μουσκεύω: Nα τα μουλιάσεις τα ρούχα πριν τα πλύνεις. Mούλιασαν τα χέρια μου τόσες ώρες μέσα στη θάλασσα.

[μσν. *μουλιάζω < *μολιάζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < υστλατ. *molli(are) (πρβ. γαλλ. mouiller) μεταπλ. -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες