Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουλάρι το [mulári] Ο44 θηλ. μουλάρα* : 1. στείρο ζώο που προέρχεται από διασταύρωση φοράδας με γάιδαρο ή γαϊδούρας με άλογο και χρησιμοποιείται ως υποζύγιο ιδίως σε ορεινές περιοχές· ημίονος: Δουλεύει σαν ~, πολύ σκληρά. 2. (υβρ.) για άνθρωπο πολύ πεισματάρη.
μουλαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μουλάρι < μουλάριον υποκορ. του ελνστ. μούλα, μούλη < λατ. mula]
- μουλαρίσιος -α -ο [mularísxos] Ε4 : που αναφέρεται στο μουλάρι: Mουλαρίσιο πείσμα.
[μουλάρ(ι) -ίσιος]