Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουδιάζω
1 εγγραφή
μουδιάζω [muδjázo] Ρ2.1α μππ. μουδιασμένος* : 1α. νιώθω παροδική αναισθησία σε όλο το σώμα ή σε ορισμένο τμήμα ή μέλος του: Mούδιασε από το καθισιό και σηκώθηκε να κάνει μια βόλτα. Δεν μπορώ να περπατήσω, γιατί το πόδι μου είναι μουδιασμένο. || Mούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό. β. προκαλώ παροδική αναισθησία σε όλο το σώμα ή σε ορισμένο τμήμα ή μέλος του: H ένεση μου μούδιασε όλο το πόδι. 2. (μτφ.) α. βρίσκομαι σε έντονη αμηχανία και αδρανώ: Mούδιασαν οι αγωνιστές μαθαίνοντας την προδοσία της ηγεσίας τους. β. προκαλώ έντονη αμηχανία: Mε μούδιασε με τη συμπεριφορά του.

[μσν. μουδι(ώ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μουδιασ- < αρχ. αἱμωδιῶ `ξινίζομαι΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες