Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοτέρ
1 εγγραφή
μοτέρ το [motér] Ο (άκλ.) : ο κινητήρας. μοτεράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. moteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες