Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοσχοκάρυδο
1 εγγραφή
μοσχοκάρυδο το [mosxokáriδo] Ο41 : καρπός τροπικού δέντρου με ωοειδές σχήμα, καστανό χρώμα και αρωματική γεύση, ο οποίος χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό.

[μσν. *μοσχοκάρυδον (πρβ. μσν. μοσκοκάρυδον) < μοσχο- + καρύδ(ι) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες