Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μορφικός
1 εγγραφή
μορφικός -ή -ό [morfikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μορφή συνήθ. σε αντίθεση με το περιεχόμενο: Mελέτη που περιορίζεται στη μορφική ανάλυση του κειμένου.

[λόγ. μορφ(ή)3 -ικός μτφρδ. γαλλ. formel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες