Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μορτή
2 εγγραφές [1 - 2]
μορτή η [mortí] Ο29 : το συμφωνημένο μερίδιο από την παραγωγή ενός κτήματος που ο καλλιεργητής οφείλει να δώσει στον ιδιοκτήτη του· γεώμορο: Kαλλιέργεια της γης με το σύστημα της μορτής.

[λόγ. < αρχ. μορτή]

μόρτης ο [mórtis] Ο11 θηλ. μόρτισσα [mórtisa] Ο27α : (παρωχ.) μάγκας ή αλήτης. μορτάκι το YΠΟKΟΡ.

[ίσως τουρκ. (λαϊκ.) morti `πεθαμένος΄ < ιταλ. morti πληθ. της λ. morto `πεθαμένος΄· μόρτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες