Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοργανατικός -ή -ό [morγanatikós] Ε1 : συνήθ. στον όρο ~ γάμος, όταν ο ένας μόνο από τους συζύγους είναι βασιλικής ή ευγενικής καταγωγής, οπότε τα παιδιά δεν κληρονομούν τους σχετικούς τίτλους.
[λόγ. < γαλλ. morganatique (-ique = -ικός)]