Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονώροφος
1 εγγραφή
μονώροφος -η -ο [monórofos] Ε5 : (για κτίριο) που έχει ένα μόνο όροφο.

[λόγ. < μσν. μονώροφος < μον(ο)- + -ωροφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες