Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόχνοτος
1 εγγραφή
μονόχνοτος -η -ο [monóxnotos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν έχει ή που δεν επιδιώκει να έχει σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, αλλά προτιμά να είναι μόνος: ~ άνθρωπος καθώς είναι, δεν έχει ούτε ένα φίλο.

[μονο- + χνότ(ο) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες