Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονόχνοτος -η -ο [monóxnotos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν έχει ή που δεν επιδιώκει να έχει σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, αλλά προτιμά να είναι μόνος: ~ άνθρωπος καθώς είναι, δεν έχει ούτε ένα φίλο.
[μονο- + χνότ(ο) -ος]