Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονόφωνος -η -ο [monófonos] Ε5 : που έχει μία μόνο φωνή, μία μελωδική γραμμή. ANT πολύφωνος: Mονόφωνο τραγούδι.
[λόγ. < αγγλ. monophonous < monophon(y) = μονοφων(ία) -ος (διαφ. το αρχ. μονόφωνος `κωφάλαλος΄)]