Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόφωνος
1 εγγραφή
μονόφωνος -η -ο [monófonos] Ε5 : που έχει μία μόνο φωνή, μία μελωδική γραμμή. ANT πολύφωνος: Mονόφωνο τραγούδι.

[λόγ. < αγγλ. monophonous < monophon(y) = μονοφων(ία) -ος (διαφ. το αρχ. μονόφωνος `κωφάλαλος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες