Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονόκλωνος -η -ο [monóklonos] Ε5 : (ιδίως για φυτό) που έχει ένα μόνο βλαστό. ANT πολύκλωνος: ~ βασιλικός. || Mονόκλωνο νήμα, που αποτελείται από μία μόνο κλωστή.
[λόγ. < ελνστ. μονόκλωνος]