Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόκλ
4 εγγραφές [1 - 4]
μονόκλ το [monókl] Ο (άκλ.) : μικρός φακός που προσαρμόζεται στην κοιλότητα του ενός ματιού χωρίς κανένα άλλο εξάρτημα: Φορούσε ~ και ψηλό καπέλο.

[λόγ. < γαλλ. monocle < υστλατ. monoculus `μονόφθαλμος΄ (mon(o)- = μον(ο)-)]

μονόκλινος -η -ο [monóklinos] Ε5 : (για δωμάτιο ιδίως ξενοδοχείου) που έχει ένα μόνο κρεβάτι. || (ως ουσ.) το μονόκλινο: Έκλεισα ένα μονόκλινο για το Σαββατοκύριακο.

[λόγ. μονο- + κλίν(η) -ος μτφρδ. γαλλ. chambre à un lit ή γερμ. Εinbettzimmer (πρβ. ελνστ. μονόκλινον `κρεβάτι μόνο για έναν΄, δηλ. φέρετρο)]

μονόκλιτος -η -ο [monóklitos] Ε5 : (αρχιτ., για εκκλησία) που αποτελείται από ένα μόνο κλίτος: Mονόκλιτη βασιλική.

[λόγ. μονο- + κλίτ(ος) -ος (διαφ. το ελνστ. μονόκλιτος `άκλιτος΄)]

μονόκλωνος -η -ο [monóklonos] Ε5 : (ιδίως για φυτό) που έχει ένα μόνο βλαστό. ANT πολύκλωνος: ~ βασιλικός. || Mονόκλωνο νήμα, που αποτελείται από μία μόνο κλωστή.

[λόγ. < ελνστ. μονόκλωνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες