Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονόδρομος ο [monóδromos] Ο20 : 1. δρόμος στον οποίο επιτρέπεται η κίνηση τροχοφόρων προς μία μόνο από τις δύο κατευθύνσεις: Mη στρίβεις δεξιά· είναι ~. 2. (μτφ.) σειρά από ενέργειες για την αντιμετώπιση καταστάσεων ή προβλημάτων που δεν επιτρέπουν επιστροφή στις αρχικές θέσεις, ώστε να υπάρξει διαφορετικό αποτέλεσμα: H οικονομική πολιτική της κυβέρνησης αποτελεί μονόδρομο.
[λόγ. μονο- + δρόμος μτφρδ. αγγλ. one-way]