Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονωτικός
1 εγγραφή
μονωτικός -ή -ό [monotikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να μονώνει ή γενικά που χρησιμοποιείται για μόνωση: Yλικά μονωτικά για το θόρυβο / την υγρασία / το κρύο / το ηλεκτρικό ρεύμα. Mονωτικό υλικό και ως ουσ. το μονωτικό. Mονωτική ταινία, που χρησιμοποιούν για μόνωση οι ηλεκτρολόγοι.

[λόγ. < ελνστ. μονωτικός `μοναχικός΄ σημδ. γαλλ. isolant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες