Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονωτήρας
1 εγγραφή
μονωτήρας ο [monotíras] Ο2 : αντικείμενο που είναι κατασκευασμένο από ειδικό μονωτικό υλικό και χρησιμοποιείται για να εμποδίζει την κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος προς ορισμένη κατεύθυνση.

[λόγ. μονω- (δες μονώνω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. isolateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες