Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοχρωμία
1 εγγραφή
μονοχρωμία η [monoxromía] Ο25 : η ιδιότητα του μονόχρωμου.

[λόγ. < γαλλ. monochromie < monochrom(e) < αρχ. μονόχρωμ(ος) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες