Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοφωνικός -ή -ό [monofonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη μονοφωνία: Mονοφωνική μουσική. 2. που δεν είναι στερεοφωνικός.
[λόγ. < αγγλ. monophonic < monophon(y) = μονοφων(ία) -ic = -ικός]