Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοξείδιο
1 εγγραφή
μονοξείδιο το [monoksíδio] Ο40 : (χημ.) οξείδιο του οποίου το μόριο έχει ένα μόνο άτομο οξυγόνου.

[λόγ. < διεθ. mon(o)- = μον(ο)- + oxide = οξείδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες