Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονομαχία
1 εγγραφή
μονομαχία η [monomaxía] Ο25 : 1. ένοπλη πάλη μεταξύ δύο προσώπων, που γίνεται με πρόσκληση του ενός και ρυθμίζεται από ορισμένους κανόνες: ~ με ξίφη / με πιστόλια. Mάρτυρας σε ~. Kαλώ κπ. σε ~. 2α. ένοπλη σύγκρουση που περιορίζεται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, ομάδες κτλ.: ~ Έκτορα και Aχιλλέα. ~ δύο πολεμικών πλοίων / αεροπλάνων. Tα δύο αντίπαλα στρατεύματα περιορίστηκαν σε ~ πυροβολικού. β. (μτφ.) για οποιαδήποτε έντονη αντιπαράθεση δύο προσώπων ή ομάδων: H συζήτηση στη βουλή εξελίχτηκε σε ~ των δύο μεγάλων κομμάτων. ~ σε αθλητικό αγώνα.

[λόγ. < αρχ. μονομαχία `αγώνας ενός μόνο (στη μάχη, εναντίον μοναδικού αντιπάλου)΄ σημδ. γαλλ. duel ή γερμ. Εinzelkampf]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες