Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοκοπανιά [monokopaná] & μονοκοπανιάς [monokopanás] επίρρ. : (οικ.) μεμιάς: Mην περιμένεις να γίνουν όλα ~. Πίνω ~ κτ., μονορούφι.
[μονο- + κοπανιά (< κόπαν(ος) -ιά)· μεταπλ. σε γεν. αναλ. προς άλλα επιρρ.: καταγής]



