Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοιασμένος -η -ο [monazménos] Ε3 μππ. του μονοιάζω : που βρίσκεται σε κατάσταση ομόνοιας: Οι Έλληνες μεγαλουργούν όποτε είναι μονοιασμένοι.
μονοιασμένα ΕΠIΡΡ: Zουν ~. [μσν. ομονοιασμένος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. μππ. του ομονοιάζω (δες στο μονοιάζω)]