Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοιασμένος
1 εγγραφή
μονοιασμένος -η -ο [monazménos] Ε3 μππ. του μονοιάζω : που βρίσκεται σε κατάσταση ομόνοιας: Οι Έλληνες μεγαλουργούν όποτε είναι μονοιασμένοι. μονοιασμένα ΕΠIΡΡ: Zουν ~.

[μσν. ομονοιασμένος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. μππ. του ομονοιάζω (δες στο μονοιάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες