Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοθεϊστής
1 εγγραφή
μονοθεϊστής ο [monoθeistís] Ο7 θηλ. μονοθεΐστρια [monoθeístria] Ο27 : οπαδός του μονοθεϊσμού. ANT πολυθεϊστής.

[λόγ. < γαλλ. monothéiste < monothé(isme) = μονοθε(ϊσμός) -iste = -ιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες