Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοθεϊσμός
1 εγγραφή
μονοθεϊσμός ο [monoθeizmós] Ο17 : πίστη στην ύπαρξη ενός και μοναδικού θεού. ANT πολυθεϊσμός: Εβραϊκός / χριστιανικός / μουσουλμανικός ~.

[λόγ. < γαλλ. monothéisme < mono- = μονο- + théisme < αρχ. θε(ός) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες