Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοθελητισμός
1 εγγραφή
μονοθελητισμός ο [monoθelitizmós] Ο17 : χριστιανική αίρεση που υποστήριζε ότι ο Xριστός έχει δύο φύσεις, θεϊκή και ανθρώπινη, αλλά μία μόνο θέληση, τη θεϊκή.

[λόγ. < μσν. μονοθελήτ(ης), μονοθελητ(ής < μονο- + θελη- (θέλω) -της, -τής) `που δέχεται μόνο μία θέληση΄ -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες