Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονογραφία
1 εγγραφή
μονογραφία η [monoγrafía] Ο25 : επιστημονική μελέτη που αναφέρεται διεξοδικά σε ορισμένο ειδικό θέμα: Φιλολογική / ιστορική ~. Λείπουν ακόμα οι ειδικές μονογραφίες που θα βοηθήσουν στη σύνταξη ενός συνθετικού έργου.

[λόγ. < γαλλ. monographie < mono- = μονο- + -graphie = -γραφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες