Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοναδικότητα η [monaδikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μοναδικός, ιδίως στη σημ. 2: H ~ της ανθρώπινης προσωπικότητας.
[λόγ. μοναδικ(ός) -ότης > -ότητα]