Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονέδα
1 εγγραφή
μονέδα η [monéδa] Ο25α : (παρωχ.) το νόμισμα ή το χρήμα. ΦΡ κόβω ~, κερδίζω πολλά χρήματα.

[μσν. μονέδα < βεν. moneda]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες