Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μολυβής -ιά -ί [molivís] Ε8 & μολυβί [moliví] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο γκρι χρώμα όπως ο μόλυβδος: ~ ουρανός. Mολυβιά σύννεφα. || (ως ουσ.) το μολυβί, το μολυβί χρώμα.
[μολύβ(ι) -ής· μολύβ(ι) -ί 4]
- μολύβι το [molívi] Ο44 : 1. ξύλινο, συνήθ. κυλινδρικό, αντικείμενο, που στο εσωτερικό του έχει λεπτή ράβδο από ειδική ουσία, συνήθ. γραφίτη, και χρησιμοποιείται για γράψιμο: Mαύρο / μελανί ~. Έσπασε η μύτη του μολυβιού. Γράφει με ~, γιατί σβήνει εύκολα. Xρωματιστά μολύβια για ζωγραφική, μπογιές. ~ για τα μάτια / για τα χείλια, για το βάψιμό τους. 2α. μόλυβδος: Λιωμένο ~. Είναι / γίνεται κτ. ~, είναι πολύ βαρύ. β. (λαϊκότρ.) το βόλι.
μολυβάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. μολύβι(ν) < ελνστ. μολίβιον, *μολύβιον υποκορ. του ελνστ. μόλυβος, αρχ. μόλιβος]
- μολυβιά η [molivjá] Ο24 : λεκές ή γραμμή που γίνεται με μολύβι: H μπλού ζα του ήταν γεμάτη μολυβιές.
[μολύβ(ι) -ιά]