Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μολυβδούχος
1 εγγραφή
μολυβδούχος -α / -ος -ο [molivδúxos] Ε14 : που περιέχει μόλυβδο: Mολυβδούχο μετάλλευμα.

[λόγ. μόλυβδ(ος) + -ούχος απόδ. γαλλ. plombifère]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες