Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μολυβδίαση
1 εγγραφή
μολυβδίαση η [molivδíasi] Ο33 : χρόνια δηλητηρίαση του οργανισμού από μόλυβδο: Mεταλλωρύχος που έπαθε ~.

[λόγ. μόλυβδ(ος) + -ία(σις) -ση απόδ. αγγλ. lead poisoning, plumbism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες