Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μολογώ
1 εγγραφή
μολογώ [moloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) 1. λέω, διηγούμαι κτ. ΠAΡ Kουκιά* τρως, κουκιά μολογάς. 2. ομολογώ.

[μσν. μολογώ < ελνστ. ὁμολογῶ `εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου΄, αρχ. σημ. `συμφωνώ, λέω τα ίδια πράγματα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες