Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μολεύω
1 εγγραφή
μολεύω [molévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) μολύνω.

[αρχ. μολ(ύνω) μεταπλ. -εύω (διαφ. το αρχ. μολεύω `μεταφυτεύω΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες