Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μολεύω [molévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) μολύνω.
[αρχ. μολ(ύνω) μεταπλ. -εύω (διαφ. το αρχ. μολεύω `μεταφυτεύω΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. μολ(ύνω) μεταπλ. -εύω (διαφ. το αρχ. μολεύω `μεταφυτεύω΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |