Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιρολόι
1 εγγραφή
μοιρολόι το [mirolói] Ο45 & μοιρολόγι το [mirolóji] Ο44 : θρηνητικό τραγούδι για νεκρό: Mανιάτικο ~. Kλάματα και μοιρολόγια. || (επέκτ.) κλάμα έντονο ή μακρόσυρτο ιδίως για νεκρό.

[μσν. μοιρολόγι(ο)ν < μοιρολογ(ώ) -ιον (αναδρ. σχημ.) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες