Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοιρογνωμόνιο το [miroγnomónio] Ο41 : γεωμετρικό όργανο ημικυκλικού σχήματος που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των γωνιών.
[λόγ. < ελνστ. μοιρογνωμόνιον `δείκτης σε διόπτρα΄]



