Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιάζω
1 εγγραφή
μοιάζω [mnázo] Ρ2.1α : 1. έχω κοινά γνωρίσματα με κπ. ή με κτ., είμαι όμοιος: ~ (με) κπ. / (με) κτ. ή ~ κάποιου: Ο λαγός μοιάζει με κουνέλι αλλά είναι μεγαλύτερος. Mοιάζει του πατέρα του και στο σώμα και στα χούγια. Mοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό / σαν δίδυμα αδέλφια, μοιάζουν πολύ. 2α. φαίνομαι σαν κτ. άλλο λόγω ομοιότητας με αυτό: Tα γένια τον κάνουν να μοιάζει με παπά. β. δημιουργώ την εντύπωση ότι έχω κάποια ιδιότητα: Άνθρωπος που μοιάζει να ξέρει πολλά. Σου ~ για κορόιδο αλλά δεν είμαι. Δε σου ~, δεν έχω την κακή ιδιότητα που έχεις εσύ. || Mοιάζει ήσυχος άνθρωπος. Tο σπίτι έμοιαζε ετοιμόρροπο.

[μσν. μοιάζω < αρχ. ὁμοιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες