Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοδίστρα
2 εγγραφές [1 - 2]
μοδίστρα η [moδístra] Ο25 : γυναίκα ειδικευμένη στην κατασκευή γυναικείων ρούχων: Πάει στη ~ για πρόβα. Πήρε στο σπίτι ~ για να ράψει ένα φόρεμα / μερικές φούστες. μοδιστρούλα η YΠΟKΟΡ. μοδιστρά κι το YΠΟKΟΡ η μαθητευόμενη μοδίστρα.

[λόγ. < γαλλ. modist(e) (ορθογρ. δαν.) με λαϊκή ανάπτ. [r] αναλ. προς τα υπόλ. θηλ. σε -τρα, π.χ. ράφτρα· μοδίστρ(α) -ούλα]

μοδιστράδικο το [moδistráδiko] Ο41 : το εργαστήριο της μοδίστρας.

[μοδίστρ(α) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες