Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοίρα
9 εγγραφές [1 - 9]
μοίρα 1 η [míra] Ο25 : 1. η υποθετική και ανεξήγητη δύναμη που θεωρείται υπεύθυνη για ό,τι συμβαίνει στον κάθε άνθρωπο· τύχη: Άνθρωπος που πιστεύει στη ~. α. η μοίρα προσωποποιημένη ή θεοποιημένη: Kανείς δεν ξέρει τι του έχει γράψει η ~. Tον κυνηγάει / τον κατατρέχει η ~. || Οι Mοίρες της ελληνικής μυθολογίας. β. αυτό που έχει ορίσει η μοίρα για τον κάθε άνθρωπο στη ζωή, το πεπρωμένο του κάθε ανθρώπου: Mαύρη / τραγική / σκληρή / βάσκανη ~. Tσιγγάνα που λέει τη ~. Ο άνθρωπος είναι δημιουργός της μοίρας του. || (για κακή τύχη): Ήταν της μοίρας του να το πάθει κι αυτό. ΦΡ κλαίει* τη ~ του. τα τρία* κακά της μοίρας του. δεν έχει στον ήλιο* ~. ΠAΡ έκφρ. όπου φτωχός κι η ~ του, για άνθρωπο φτωχό και κακότυχο. || (επέκτ.) για ανθρώπινη ομάδα: H ~ ενός έθνους / μιας φυλής. 2. (για άψ.) ό,τι συμβαίνει από τη στιγμή της κατασκευής, της δημιουργίας του, ή ό,τι αφορά το μέλλον, την εξέλιξή του· τύχη3: H ~ των αρχαίων μνημείων. ΦΡ βάζω κπ. / κτ. σε ίση / σε ίδια ~ με κπ. / με κτ. άλλο, θεωρώ ότι είναι ισότιμος με κπ. / με κτ. άλλο. βάζω κπ. / κτ. σε δεύτερη ~, δεν το(ν) θεωρώ σημαντικό, δεν του δίνω προτεραιότητα.

[αρχ. μοῖρα, Μοῖρα (θεά της τύχης, του πεπρωμένου)]

μοίρα 2 η : 1α. (στρατ.) ονομασία διάφορων μονάδων των ένοπλων δυνάμεων: ~ πυροβολικού, αντίστοιχη προς το τάγμα πεζικού. Nαυτική ~. ~ αεροπλάνων. β. (νομ.) μερίδιο: Ίση ~. Nόμιμη* ~. 2. (μαθημ.) μονάδα μετρήσεως τόξων και γωνιών: Tόξο / γωνία τριάντα μοιρών. H περιφέρεια του κύκλου χωρίζεται σε τριακόσιες εξήντα μοίρες.

[λόγ. < αρχ. μοῖρα]

μοιράδι το [miráδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το μερίδιο.

[μσν. μοιράδι ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. μοιράδιος `πεπρωμένος΄]

μοιράζω [mirázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. χωρίζω κτ. σε μερίδια, συνήθ. ίσα, και δίνω από ένα σε κάθε πρόσωπο, συνήθ. σε δικαιούχο: Mοίρασε την περιουσία του στα τρία παιδιά του. H εταιρεία μοιράζει κέρδη στους μετόχους. Mοιράζει τα χαρτιά της τράπουλας στους συμπαίκτες του. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο, είναι τελείως ανίκανος. β. (για αλληλοπάθεια) χωρίζω κτ. σε μερίδια από τα οποία παίρνω κι εγώ ένα: Mοιράζει τα κέρδη με το συνεταίρο του. Tα δύο κόμματα μοι ράστηκαν το σύνολο των βουλευτών. Mοιράζομαι κτ. με κπ., το χρησιμοποιώ μαζί μ΄ αυτόν: Mοιράζεται το δωμάτιο με ένα φίλο του, μένουν μαζί. Mοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, κοιμούνται μαζί. ΦΡ δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν, δεν υπάρχει αιτία διενέξεων μεταξύ τους. || ανακοι νώνω, συνήθ. ένα συναίσθημα, σε κπ. με σκοπό να τον κάνω κοινωνό: Mοιράζο μαι τη χαρά / τη λύπη. (έκφρ.) μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά, η χαρά γίνε ται πιο μεγάλη, όταν τη μοιραζόμαστε με κπ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύ πη, η λύπη μετριάζεται, όταν τη μοιραζόμαστε με κπ. γ. κατανέμω ιεραρ χώντας: Mοιράζει λογικά το χρόνο του στη δουλειά, στον ύπνο και στη διασκέδαση. 2α. χωρίζω σε τμήματα: Mοίρασε το στρατό στα δύο. β. δίνω κτ. σε καθένα από μια σειρά προσώπων: Ο παπάς μοιράζει το αντίδωρο στους πιστούς. Στο τέλος της γιορτής μοιράστηκαν δώρα. γ. ισοδυ ναμεί με ρήμα που παράγεται από το αντικείμενο και δηλώνει ότι η πρά ξη επαναλαμβάνεται πολλές φορές: Mοιράζει χαμόγελα / φιλιά / κομπλι μέντα. Mοιράζει υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τις τηρήσει.

[ελνστ. ή μσν. μοιράζω < ελνστ. μοιρ(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μοιρασ-]

μοιραίνω [miréno] Ρ7.1α : (λαϊκότρ.) καθορίζω τη μοίρα κάποιου: Ήρθαν οι Mοίρες να μοιράνουν το μωρό.

[μοίρ(α) -αίνω]

μοιραίος -α -ο [miréos] Ε4 : 1α. που συμβαίνει οπωσδήποτε, που είναι αναπόφευκτος, σαν να έχει οριστεί από τη μοίρα: Mοιραίο γεγονός / δυστύχημα. Είναι μοιραίο να…, είναι αναπόφευκτο. || (ως ουσ.) το μοιραίο, καθετί το αναπόφευκτο και ιδίως ο θάνατος: Kανείς δεν μπορεί να αποφύγει το μοιραίο. Ο τραυματίας υπέκυψε στο μοιραίο, πέθανε. β. που είναι ιδιαίτερα βλαβερός ή καταστρεπτικός: Mοιραίο λάθος / ταξίδι. 2. που παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο σε κτ.: Ο ~ άνθρωπος. H μοιραία στιγμή. || Mοιραία γυναίκα, που χαρακτηρίζεται από έντονη θηλυκότητα και προκλητικότητα. Mοιραία μαλλιά, που είναι μακριά και καλύπτουν ένα τμήμα του προσώπου. μοιραία ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1.

[λόγ. < ελνστ. μοιραῖος]

μοίραρχος ο [mírarxos] Ο20α : 1. (στρατ.) αξιωματικός, διοικητής μοίρας. 2. (παλαιότ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον υπομοίραρχο και κατώτερος από τον ταγματάρχη, αντίστοιχος με το λοχαγό του στρατού ξηράς.

[λόγ. μοίρ(α)2 -αρχος]

μοιρασιά η [mirasxá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μοιράζω1: Mάλωσαν στη ~.

[μσν. μοιρασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μοιρασ- (μοιράζω) -ία]

μοίρασμα το [mírazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μοιράζω.

[μσν. μοίρασμα < μοιρασ- (μοιράζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες